νωθρότητα

νωθρότητα
[-ης (-ητος)] η лень, неповоротливость, инертность, вялость, медлительность;

νωθρότητα αντιλήψεως — замедленность восприятия, тупоумие


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νωθρότητα" в других словарях:

  • νωθρότητα — η (Α νωθρότης) [νωθρός] 1. δυσκινησία, βραδύτητα, οκνηρία, χαυνότητα 2. πνευματική αμβλύνοια …   Dictionary of Greek

  • νωθρότητα — η η ιδιότητα του νωθρού, οκνηρία, τεμπελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νωθρότητα — νωθρότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχύτητα — η / παχύτης, ητος, ΝΜΑ [παχύς] (για πρόσ. και ζώα) παχυσαρκία, ευσαρκία, πάχος νεοελλ. αρχ. 1. το πάχος ενός πράγματος, ο όγκος, το χόντρος 2. (για υγρά) πυκνότητα, η παχιά σύσταση, το παχύρρευστο 3. μτφ. η νωθρότητα στο πνεύμα, ηλιθιότητα, μωρία …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • έννωθρος — ἔννωθρος, ον (Α) [νωθρός] αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος …   Dictionary of Greek

  • αβελτερία — ἀβελτερία, η (Α) [ἀβέλτερος] 1. νωθρότητα, οκνηρία τής σκέψης, μωρία, ηλιθιότητα 2. διαφθορά, πτώση …   Dictionary of Greek

  • αεργία — η (Α ἀεργία, ιων. τύπος ίη) [ἀεργός] αποχή από την εργασία λόγω οκνηρίας, τεμπελιά, νωθρότητα, φυγοπονία αρχ. (για αγρούς) το να παραμένει ακαλλιέργητος, χέρσος …   Dictionary of Greek

  • ακηδία — ἀκηδία, η (AM) στην Αρχαία Ελληνική και ἀκήδεια) [ἀκηδής] 1. αδιαφορία, αμεριμνησία, ολιγωρία, απάθεια 2. αθυμία 3. εξάντληση, εξασθένηση μσν. (Εκκλ.) 1. ψυχική νωθρότητα, ραθυμία, νωχέλεια, οκνηρία 2. άγχος, αγωνία 3. απελπισία 4. θλίψη 5.… …   Dictionary of Greek

  • αμβλυοπαθής — ἀμβλυοπαθής, ές (Μ) αυτός που έπαθε αμβλύτητα, νωθρότητα, ατονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμβλὺς + παθὴς < ἔπαθον, πάσχω] …   Dictionary of Greek

  • αμβλυπαθής — ές [αμβλύς] 1. αυτός που έπαθε αμβλύτητα, δηλαδή εξασθένηση, νωθρότητα, ατονία 2. αυτός που αμβλύνθηκε …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»